- κανάβινος
- και καννάβινος, -η, -ο(ν) (Α κανάβινος και καννάβινος, -ίνη, -ον)καν(ν)αβένιος, κατασκευασμένος απὸ κάνναβηαρχ.1. όμοιος με κάν(ν)αβη, με καν(ν)άβι («κράμβη κανναβίνη», Ανθ. Παλ.)2. ο σχετικὸς με τον κάν(ν)αβον* («κανάβινος κηρὸςᾧ χρῶνται οἱ ἀνδριαντοποιοὶ πρὸς πλάσιν», Ησύχ.)3. όμοιος με κάν(ν)αβον*. με σκελετό, σκελετωμένος, ισχνός («κανάβινον σώμα», Ανθ. Παλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κάν(ν)αβις ή < κάν(ν)αβος].
Dictionary of Greek. 2013.